Η εθνική μας ταυτότητα

Τις πρώτες ημέρες του έτους δημοσιεύθηκε σε πληθώρα ειδησεογραφικών sites και σε εφημερίδες μία έρευνα, σύμφωνα με την οποία σχεδόν έξι στους δέκα συμπολίτες μας αισθάνονται ότι απειλείται στο άμεσο μέλλον η εθνική ταυτότητα των νεοελλήνων. Η διαπίστωση αυτή είναι εσφαλμένη. Θα ίσχυε ενδεχομένως αν η μεταπολιτευτική εθνική ταυτότητα ευθυγραμμιζόταν σε κάποιον βαθμό με το αρχέτυπο του (ιδεατού) Έλληνα της αριστοτελικής μεσότητας και της κλασικής παιδείας, αυτό το τόσο ουτοπικό γνώρισμα που αρέσκονταν οι παλαιάς κοπής λόγιοι να αποκαλούν «αρχοντιά». Όμως η ψυχική καλλιέργεια και το βάθος ηθικής στόφας δεν είναι τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά της, εν τω παρόντι, εθνικής μας ταυτότητας. Ο μέσος νεοέλληνας, αντί να διακρίνεται από «ευγενή ανωτερότητα», ακόμα και αν συχνά νομίζει για τον εαυτό του κάτι ανάλογο, τουναντίον κατά κανόνα :

  1. Είναι εκείνος ο υποκριτής, που κόπτεται μεν και διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ότι όντως επιθυμεί την αξιοκρατία σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, ωστόσο πρόθυμα φροντίζει το «βόλεμα» το δικό του και των οικείων του σε κάποιο πόστο μέσω κάποιας γνωριμίας έναντι ρουσφετιού, χρηματισμού ή ψήφων, αλλιώς «θα ήταν κορόιδο αν είχε μέσον και δεν το χρησιμοποιούσε», εφ’όσον «όλοι έτσι κάνουν».
     
  2. Είναι εκείνος ο θρασύδειλος, που εξανίσταται και είναι πρόθυμος ακόμα και να βιαιοπραγήσει «αν πάνε να του φάνε το δίκιο», ακόμα και να φτάσει στο έγκλημα για ψύλλου πήδημα : για μία θέση παρκαρίσματος, για ένα φλερτ στο κορίτσι του, για ένα κορνάρισμα στο φανάρι, για την προτεραιότητα σε μία ουρά αναμονής, για τα αθλητικά ή τα πολιτικά δρώμενα, για μισό μέτρο γης σε ένα χωράφι, κτλ. Όμως ζαρώνει σα γατούλης στη γωνία, όταν ο προϊστάμενος στη δουλειά απαιτεί από αυτόν να κάνει απλήρωτες υπερωρίες ή του κόβει το μισθό για τις …εύλογες ανάγκες της εργοδοσίας ή τον πληρώνει έναντι και του κόβει την άδεια. Μάλλον το Bravado και οι Cohones του (κατά την ισπανική ορολογία), εξαντλούνται στη φθηνή επίδειξη πηγμής και συνήθως απέναντι σε κάποιον του χεριού του. Γιατί αν ο τελευταίος του φαίνεται σκληρό καρύδι, εκεί εμφανίζεται διαλλακτικός και ευγενικός.
     
  3. Είναι εκείνος ο κατά βάθος μισάνθρωπος, που αν και υποκρίνεται ότι κόπτεται για το αγέννητο παιδι και λαμβάνει αναφανδόν εύκολα θέση στο κολοσσιαίο δίλημμα μίας νεαρής γυναίκας, μεταξύ της συνέχισης ή μη κάποιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης (αφού δεν είναι το δικό του δίλημμα), εντούτοις το ήδη γεννημένο παιδί πολύ εύκολα θα το χαρακτηρίσει ως βάρος της κοινωνίας και θα το «στολίσει» και με τα κατάλληλα κοσμητικά επίθετα (αυτός ο Ανώτερος, ο Άρειος και Καθαρόαιμος) αν τυχόν π.χ. είναι γόνος κάποιου Ρομά ή Πομάκου, κάποιου μετανάστη ή πρόσφυγα, κάποιας άγαμης μητέρας, κάποιου τοξικομανούς ή αν πρόκειται για εμποδιζόμενο άτομο ειδικών αναγκών. Ο Αδόλφος Χίτλερ θα ήταν περήφανος για αυτήν την κατηγορία συμπολιτών μας, με τα μυαλά που κουβαλάνε.
     
  4. Είναι εκείνος ο αμαθέστατος, ο οποίος δεν παραλείπει ποτέ να καυχηθεί για το ένδοξο παρελθόν της ελληνικής φυλής. Με μία μικρή λεπτομέρεια : ότι δεν το γνωρίζει ! Αγνοεί τεράστιες προσωπικότητες της νέας και της αρχαίας Ελλάδας, ενθυμείται από την ιστορία μόνο τα γεγονότα που επιθυμεί να υπερτονίζει (λες και μία ιστορία πλέον των 4.000 ετών έχει μονάχα φωτεινές στιγμές) και μπερδεύει αναμεταξύ τους συμβάντα και πρωταγωνιστές, σε βαθμό ιλαρότητας. Συντακτικά, είναι ανίκανος να εκφέρει μία πρόταση με περισσότερες από δέκα λέξεις και μία αλληλουχία περισσότερων προτάσεων, χωρίς να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες λέξεις περισσότερες από μία φορά. Ορθογραφικά, ο μέσος συμπολίτης μας είναι σε επίπεδο βαρβαρισμού ανά τρεις λέξεις πλέον κατά μέσον όρο και, σε ό,τι αφορά στη ρίζα των λέξεων, αναφορικά με το ετυμολογικό τους νόημα, αυτά του είναι …αλαμπουρνέζικα. Ασφαλώς επίσης και δεν έχει ιδέα συνήθως για τα έργα της κλασικής αρχαιότητας. Νομίζει π.χ. ότι ο Σωκράτης ήταν συγγραφέας, ο Πλούταρχος τραγουδιστής, ο Όμηρος αρχαίος ήρωας του Τρωικού πολέμου και τόσα ακόμα, για γέλια και για κλάματα. Εννοείται ότι ο μέσος συμπολίτης μας έχει διαβάσει λιγότερα από είκοσι βιβλία σε όλη τη ζωή του, τα περισσότερα ερωτικά διηγήματα ή συνωμοσιολογικά αναγνώσματα. Ονόματα όπως Κοραής, Παλαμάς, Μακρυγιάννης, Καζαντζάκης, Κούμας, Δελμούζος, Παπανούτσος, Καστοριάδης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρήγας Φεραίος, Καΐρης, Βάρναλης, Πολέμης, Καβάφης, Πηνελόπη Δέλτα, Καρκαβίτσας, Μυριβήλης, ίσως τα έχει ακουστά…αλλά μόνο ακουστά. Το ίδιο ισχύει και για τα κείμενα του Πλάτωνα, του Επίκτητου, του Λυσία, του Δημοσθένη, του Αριστοτέλη, του Ησιόδου, του Θουκυδίδη, του Ισοκράτη και του Ηροδότου, για το αρχαίο Δράμα και τη Σάτιρα. Όμως και για αυτά εννοείται ότι έχει άποψη ! Άραγε ξέρει τη σωκρατική ρήση «δεν είναι κακό το να έχεις άγνοια κάποιων πραγμάτων, αλλά το να αγνοείς ότι έχεις άγνοιά τους» ;
     
  5. Είναι εκείνος ο σκληρόκαρδος, που εύκολα θα ρίξει την πέτρα του αναθέματος σε κάθε αποκλίνοντα ή διαφορετικό συνάνθρωπο αντί να σκύψει πάνω του για να τον καταλάβει και, αν χρειαστεί, να τον συνδράμει. Είναι ο γείτονας που βλέπει ως μίασμα όποιον έχει μία άλλη ζωή, προτίμηση, νοοτροπία και γνώμη. Είναι ο «καθώς-πρέπει-νοικοκύρης» που για όλους και για όλα έχει ένα λόγο πικρόχολο: για τον τεμπέλη – κατά τη γνώμη του – νέο, για τον μελαμψό φτωχοδιάβολο στην πλατεία (αν είναι φραγκάτος άραβας στη Μύκονο, τότε το πράμα αλλάζει!), για τον τάδε που ψηφίζει παράταξη που αυτός δεν εγκρίνει ή για τον δείνα που «είναι κουνιστός», για τη νεαρή μαθήτρια που «ντύνεται προκλητικά και τα θέλει και τα παθαίνει» αν κάποιος ανώμαλος ασελγήσει εις βάρος της, για την ανύπαντρη ή άτεκνη κοπέλα που κάνει καριέρα. Αξιώνει, όμως, για τον εαυτό του κατανόηση και κοινωνικό κράτος, που φυσικά δεν έχουν κανένα δικαίωμα να απολαμβάνουν οι «ξένοι», οι «γύφτοι» και οι λοιποί κοινωνικά στιγματισμένοι. Για όλους αυτούς προσήκει μόνον ο κοινωνικός αποκλεισμός, ειδικά αν τυχόν έχουν άλλο θρήσκευμα και τσέπες άδειες, εκτός αν μπορεί να καπηλευθεί τη μαύρη εργασία τους ή αν ο ίδιος είναι πελάτης θυμάτων trafficking. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά για όλα θεωρεί λύση την αυτοδικία και τον ξυλοδαρμό από την αστυνομία, λες και είναι επιφορτισμένα τα αστυνομικά όργανα ή οι ιδιώτες να απονέμουν μία δική τους δικαιοσύνη, όπου την ποινή του βασανισμού θα την επιβάλλουν και θα την εκτελούν αυτόκλητοι δικαστές μέσω «δικαιολογημένης» βίας. Ενίοτε θεωρεί ακόμα και την οπλοφορία δικαίωμά του, ώστε αν οργισθεί ή κρίνει ότι «του τρώνε το δίκιο» να μπορεί να καταδικάζει και να γίνεται και δήμιος ταυτόχρονα. Γενικά, επιτρέπει στον εαυτό του και κάθε έκνομη «διαμαρτυρία» εάν θεωρεί ότι αδικείται.
     
  6. Είναι εκείνος ο εγωιστής, ο εγωπαθής και φιλοτομαριστής που, ενώ για τον κάθε πλησίον του έχει έτοιμη την πέτρα του αναθέματος όταν κάπου σφάλλει, στα δικά του τα σφάλματα «διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλον» αξιώνοντας αναγνώριση του δίκιου του και των ελαφρυντικών της παρατυπίας του, σχεδόν πάντα ξεκινώντας με τις λέξεις «ωχ αδερφε, …». Για τον ελληνάρα όλα πρέπει να συγχωρούνται : ότι οδήγησε μεθυσμένος ή ότι πέρασε με κόκκινο. Ότι πάρκαρε σε ράμπα ή πάρκινγκ ΑΜΕΑ. ΄Οτι γεμίζει με γόπες τσιγάρων τις παραλίες και με σκουπίδια τα πεζοδρόμια. Ότι παρενοχλεί σεξουαλικά (ανήλικες και μη) κοπέλες ή τις υπαλλήλους του. Ότι δεν τηρεί τις ώρες κοινής ησυχίας. Ότι ρισκάρει τα δάση και τα σπίτια των γειτόνων του, καίγοντας ξερά χόρτα με αέρα 6 μποφόρ. Ότι αστειεύεται με τυχόν δυσπλασίες και με το ύψος ή το πάχος των (κατ’εκείνον) μειονεκτούντων συνανθρώπων του. Ότι παραβιάζει τον αντικαπνιστικό νόμο και κάθε άλλο νόμο που …δεν του αρέσει. Ότι φοροδιαφεύγει όσο περισσότερο μπορεί και δεν κολλάει ένσημα στους υπαλλήλους του (τον κλέβει το κράτος, λέει, οπότε για «εκδίκηση» επιβαρύνει κι αυτός τους συμπολίτες του). Ότι παίρνει τη σειρά των άλλων κάθε φορά που (μόνο αυτός !) βιάζεται αλλά τη δική του δεν την παραχωρεί ποτέ σε κανέναν. Ότι πετάει φόλες στα αδέσποτα ή τα βασανίζει. Ότι αφήνει στα πεζοδρόμια τα περιττώματα του δικού του σκύλου, στον οποίο ποτέ -φυσικά- δε φοράει φίμωτρο έστω και αν είναι επιθετικής ράτσας. Ότι φέρεται με αγένεια και επιθετικότητα ή ότι μιλάει χυδαία και ξερνάει σεξιστικά και ρατσιστικά στερεότυπα. Ότι διδάσκει περήφανα στο γιό του να είναι νταής ώστε να «μη βγει φλώρος ή τίποτα χειρότερο». Ότι πλακώνεται στο ξύλο μεσα στα γήπεδα για ένα οφσάιντ ή στη μέση του δρόμου για μία προτεραιότητα του ΚΟΚ, τον οποίο στο κάθε επόμενο χιλιόμετρο παραβιάζει (όμως αν του υποδειχθεί ότι οδηγάει επικίνδυνα και ο ίδιος, τότε γίνεται έξω φρενών). Ακόμα και οι ποινικά κολάσιμες δικές του παρεκτροπές πρέπει να του συγχωρούνται, γιατί νιώθει ότι η κοινωνία του χρωστάει χάρη που την κοσμεί δια της υπάρξεώς του. Ασφαλώς και έχει σηκώσει χέρι στη γυναίκα του τουλάχιστον μία φορά, εννοείται ότι διπλοπαρκάρει ή παρατάει τη μηχανή και το αμάξι του πάνω σε πεζοδρόμια και, ασφαλώς, θεωρεί τους έγχρωμους, τις γυναίκες, τους μουσουλμάνους, τους φτωχούς και τους άστεγους, κατώτερούς του σε όλα. Ως ένα απλό πιθηκοειδές, όλα τα παραπάνω τα νιώθει δικαίωμά του, ενίοτε τα διατυμπανίζει και δε μετανιώνει στιγμή για αυτά. Αλίμονο σε όποιον αμφισβητήσει αυτά τα δίκια του με πολιτισμένες ανοησίες ! Έχει πάντα έτοιμη την απάντηση «μαγκιά μου ρε, έτσι είμαι και σε όποιον αρέσω», αντί να πει το απλό «έκανα λάθος, αλλά έμαθα και κάτι από αυτό». ΓΙΑΤΙ Ο ΕΛΛΗΝΑΡΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕ ΖΗΤΑΕΙ ΣΥΓΓΝΩΜΗ.
     
  7. Είναι εκείνος ο γελοίος, που θεωρεί «πουλημένους», «προδότες», «ξεφτίλες» και άλλα πολλά …τιμητικά, τους νομοθέτες που ο ίδιος κάθε φορά εκλέγει ! «Μα τότε γιατί τους εκλέγει ;» θα ρωτούσε κανείς ; Δύο τινά θα αποκριθεί, προκειμένου να μην ομολογήσει ότι τους ψηφίζει για να του βολέψουν το σόι σε καμιά δημόσια θεσούλα : είτε ότι τους εξέλεξε διότι έπεσε για πολλοστή φορά θύμα των ψευδών υποσχέσεών τους, είτε επειδή ήταν η βέλτιστη δυνατή λύση τη δεδομένη στιγμή. Η πρώτη αιτιολογία συνιστά ομολογία ηλιθιότητας του νεοέλληνα, ενώ η δεύτερη του αποδίδει και του ιδίου όλα τα «κοσμητικά» που απευθύνει στους εκλεγμένους από εκείνον νομοθέτες. Όμως η αλήθεια είναι ότι απλά είναι πελάτης και όχι εκλογέας. Με όποιον του κάνει το καλύτερο deal θα πάει ο μέσος νεοέλληνας ψηφοφόρος, θα ψηφίσει με την τσέπη και όχι με την ορθοκρισία ή την ιδεολογία. Κι έτσι έχουμε το προνόμιο στις τελευταίες εκλογές, π.χ. ενώ ήταν στο ψηφοδέλτιο του ιδίου κόμματος ένας πρύτανης της νομικής σχολής και ένα πρώην φωτομοντέλο, να εκλεγεί νομοθέτης …το φωτομοντέλο !!! Αντιστοίχως, σε ψηφοδέλτιο του Ευρωκοινοβουλίου έτερου κόμματος όπου υποψήφιοι ήταν αφ’ενός ένας γνωστός συγγραφέας, αρθρογράφος και καθηγητής Πανεπιστημίου των Βρυξελλών και αφέτέρου ένας ηθοποιός, οι ελληνάρες ψηφοφόροι εξέλεξαν στο νομοθετικά έδρανα της ΕΕ τον ηθοποιό ! Αλλά το επιστέγασμα της κατάντιας ήταν ότι έστειλαν στη Βουλή παράταξη, της οποίας ο αρχηγός εμπορεύεται, μέσω τηλεπωλήσεων, επιστολές του Ιησού (!!!) και οδοντόπαστες με …Άγιο Μύρο (!!!), κατά δήλωση του ιδίου. Ο δε θρίαμβος της Δημοκρατίας ολοκληρώθηκε με την επανεκλογή στο Ευρωκοινοβούλιο ενός ποδοσφαιριστή μορφώσεως γυμνασίου. Τα συγχαρητήριά μου στους ψηφοφόρους, για κάθε φορά που θα σπεύσουν να διαμαρτυρηθούν για την ποιότητα του εθνικού και κοινοτικού κοινοβουλευτισμού.
     
  8. Είναι εκείνος ο εχθρός της κοινωνίας, που μάλιστα θα σπεύσει να καταδικάσει ως εθνομηδενιστη εκείνον που θα του υποδείξει ότι στραβά αρμενίζει. Θα πει για τον όποιο κατήγορο της ξεπεσμένης του φάρας ότι είναι μισέλληνας και δεν αγαπά την πατρίδα, μόνο και μόνο επειδή ξεμπροστιάζει τον ίδιο ως νοοτροπία. Είναι το σαράκι ο ελληνάρας, το παράσιτο που αξιώνει να «μη μιλάς και χαλάς την πιάτσα» για να τον αφήνεις να συνεχίζει το θεάρεστο έργο του, θεσμοθετώντας τρόπον τινά τα κακώς κείμενα. Μέσα στο λάθος ανδρώθηκε και καταξιώθηκε και θα διαιωνίσει το λάθος για να βολέψει και τη φύτρα του, αδιαφορώντας αν χαθούν όλων των άλλων τα παιδιά ή αν θα ξενιτευθούν. Είναι ο εκμαυλιστής των παιδιών του, που τα έμαθε στην ήσσονα προσπάθεια, στην αναζήτηση της «αρπαχτής» αντί της σταδιοδρομίας και στη βόλεψη μέσω «γνωριμιών», αλλά και που τα αποτρέπει να ακολουθούν ένα επάγγελμα τεχνίτη γιατί βλέπει αίγλη μόνο στα πτυχία των ΑΕΙ. Είναι ο κομπλεξικός που θέλει «να ψοφήσει και του γείτονα η κατσίκα», αν του πάνε άσχημα του ίδιου τα σχέδια χάρη στο κακό του το κεφάλι. Αλλά για το δικό του κέρδος, ας γίνουν κι όλα Κούγκι ! Κι έφτιαξε ένα κράτος που αρνείται την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, βραδυκίνητο και παλιακό, ώστε να ταλαιπωρούνται όλοι για να μη χαθούν οι μόνιμες θέσεις του δημοσίου. Στη χώρα του, όποιος εισαγάγει «καινά Δαιμόνια» ας ξέρει ότι θα έχει και την τύχη του Σωκράτη που τα πρωτοεισήγαγε. Και όποιος θίξει ή ξεμπροστιάσει όσους εκ της σαπίλας γίνονται Βασιλείς του Βούρκου, ας κάνει έναν κόπο να διαβάσει τον κατά Πλάτωνα «Μύθο του Σπηλαίου», ώστε να ξέρει τι αντάλλαγμα και τι εύσημα θα λάβει από τον μέσο υπερήφανο εκφραστή της εθνικής μας ταυτότητας. Ο ελληνάρας πολύ έντονα θα καταγγείλει κάθε έκφανση «κορεκτίλας» (μέχρι τα άγαρμπα Greeklish εξικνείται η δυνατότητα λεξιπλασίας του, ας μη ζητάμε πολλά απ’αυτόν), εννοώντας την αυτονόητη εθιμοτυπική ευγένεια και ανεκτικότητα, διότι νιώθει ότι τον υπερδεσμεύει στους ζωώδεις τρόπους του και τον εμποδίζει στο να παρασιτεί ή να προσβάλλει τους άλλους ανεμπόδιστα. Ως κύμβαλον αλαλάζον, θα πει τη γνώμη του χωρίς να ερωτηθεί για να επιβάλει τη θέσφατη αυθεντία του στις ζωές των άλλων, τις οποίες - κατά την επαρχιώτικη νοοτροπία του - δικαιούται να κρίνει.
     
  9. Είναι εκείνος ο οπισθοδρομικός, που – από φόβο μην τυχόν και η κοινωνική πρόοδος καταδείξει περίτρανα την πνευματική και ηθική του γύμνια ή απλώς τον καταστήσει αχρείαστο στην κοινωνική δομή, άρα άνεργο – σπεύδει να υιοθετήσει ακόμα και τις πιο ακραίες υπερσυντηρητικές και αναχρονιστικές κραυγές και μάλιστα να τις ταυτίσει με τις δήθεν λαϊκές μας καταβολές. Το καλό βέβαια σε αυτήν την περίπτωση, είναι ότι από έναν στοιχειωδώς νουνεχή ή μορφωμένο παρατηρητή καθίσταται περίγελως, στα όρια του γραφικού πολλές φορές. Αλλά η πλάκα παύει όταν γίνεται μισαλλόδοξος και αναπαράγει ρητορικές μίσους, πολύ δε περισσότερο πρακτικές βίαιης μισανθρωπίας. Από τη δεκαετία του 1990 που πρωτοκαθιερώθηκαν π.χ. τα συνθήματα κατά των Αλβανών και των Αφρικανών έως τα πλακάτ «Έλληνας γεννιέσαι, δε γίνεσαι ποτέ» (κάτω από τα οποία πόζαρε προ 12 ετών ο νυν Υπουργός Ανάπτυξης, στον ελεύθερο χρόνο του όταν δεν πουλούσε χουντικά βιβλία του αντισημίτη Κ.Πλεύρη) είναι έκδηλη η προσπάθεια να προσδοθούν ξενοφοβικά και φασιστικά γνωρίσματα στον πατριωτισμό. Όμως δεν είναι έτσι, αφού ουδέποτε υπήρξε ρατσιστής στην Ιστορία ο Έλληνας. Πολέμησε λυσσαλέα το Φασισμό, στην Πίνδο, στην Τρεμπεσίνα και στο 731. Ο ελληνάρας όμως δεν ξέρει από τέτοια : θέλει …φυλετική καθαρότητα, θέλει την Εκκλησία να παρεμβαίνει σε όλα τα θέματα (από τις ταυτότητες, το κρεβάτι του καθενός και τα δικαιώματα των γυναικών, έως και την εξωτερική πολιτική), υπερασπίζεται την Αστυνομία όταν χτυπάει άτομα ΛΟΑΤΚΙ, απεργούς ή αριστεριστές, ακόμα και όταν χαστουκίζει ή πυροβολεί μαθητές (για τέτοιον ξεφτίλα άνθρωπο μιλάμε), θέλει χουντικούς, νεοναζί, ισλαμοφοβικούς, αντιδημοκράτες και στρατοκράτες μέσα στο Κοινοβούλιο. Εσχάτως θέλει, λέει, ακόμα και πόλεμο ! Ίσως γιατί δεν θα πολεμήσει ο ίδιος, είτε λόγω ηλικίας τάχα, είτε απλά λόγω θρασυδειλίας, οπότε όλο και κάποια τρύπα θα βρει να κρυφτεί μόλις αρχίσει η σύρραξη. Με τα μυαλά του και με την καθημερινότητα που έχει επιβάλει σε όλους, το κάθε καμάρι της ύστερης μεταπολίτευσης φρονεί ότι θα διώξει τους ξένους και όσους δεν του μοιάζουν…όμως μαντέψτε τι ! Αντ’αυτών, έδιωξε τα παιδιά του από την Ελλάδα…
     
  10. Είναι εκείνος ο δοκησίσοφος, που καίτοι έχει άποψη επί παντός επιστητού και νομίζει ότι αδικείται από το σύστημα και τη ζωή την ίδια, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό για κάθε πόστο, εντούτοις καταπίνει αμάσητα όλα τα fake news και κυρίως τη μιντιακή προπαγάνδα των ελίτ και, φυσικά, δεν παραλείπει να την αναπαραγάγει. Κάπως έτσι βγήκαν και οι πρόσφατες έρευνες των βρετανικών ινστιτούτων ότι τα ελληνικά κανάλια (μαντέψτε σε ποιο εξ αυτών “σκάει” η πρωτιά !) έχουν το περισσότερο λαϊκίστικο κοινό τηλεθέασης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όμως ο νεοέλληνας έχει στοιχείο εθνικής του ταυτότητας την ισχυρογνωμοσύνη. Αρνείται να βρει κάποιο δίκιο στον άλλον, ειδικά αν έχει συμφέρον σε κάτι τέτοιο. Ασφαλώς και δεν αποδέχεται ότι η ακριβοδίκαιη στάθμιση των διαφορών είναι ενδεικτική παιδείας. Ο ξερόλας δεν ανέχεται την υποχώρηση, τα θέλει όλα ή τίποτα. Και κάπως έτσι, ο μεταπολιτευτικός ελληνάρας έγινε δικομανής. Ταυτίζει το συμβιβασμό με την ήττα, αν και παγκοσμίως όλα τα δικονομικά συστήματα των ανεπτυγμένων κρατών προκρίνουν τις συμβιβαστικές διευθετήσεις. Αλλά ο μέσος συμπολίτης μας βλέπει μόνο το δικό του δίκιο. Ξέρει καλύτερα αυτός : είναι και λίγο νομικός και λίγο οικονομολόγος και λίγο γιατρός κάθε ειδίκευσης και λίγο μάστορας και πολυτεχνίτης άν χρειαστεί. Άκριτα καταπίνει ο,τιδήποτε διάβασε στο facebook, είτε πρόκειται για «τα επικίνδυνα εμβόλια», είτε για «αρρώστιες που φέρνουν οι ξένοι» (και ως νοήμων φροντίζει να ΜΗΝ έχει εμβολιαστεί), είτε για «το γεγονός ότι δεν υπάρχει κλιματική αλλαγή», είτε για «τη Γη που δεν είναι και τόσο βέβαιο ότι είναι σφαιρική, αλλά πιθανώς να είναι επίπεδη ή κοίλη», είτε για δήθεν «μυστικές λέσχες που φταίνε για το μαύρο μας το χάλι». Ασφαλώς και προτιμά ένα καλό ξεμάτιασμα ή μία θρησκευτική ευχή από μία αξονική, αλλά θεωρεί τους άλλους θύματα παραπληροφόρησης ! Όντας τόσο σίγουρος για την απαράμιλλη σοφία του, εύκολα επικρίνει ή διακωμωδεί κάθε αντίθετη γνώμη και ποτέ μα ποτέ του δεν αμφιβάλλει για όσα πρεσβεύει. Και αν η πραγματικότητα τον διαψεύδει κάπου-κάπου, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα : ο νεοέλληνας είναι ερωτευμένος με τη φωνή του.
     
    Ας μην ανησυχεί ο νεοέλληνας : δεν απειλείται διόλου η εθνική του ταυτότητα. Για όσους δεν συγχέουν την έννοια της τελευταίας με την εθνική καταβολή, είναι σαφές – όχι από τα παραπάνω, αλλά από την ίδια την καθημερινότητα στις ελληνικές πόλεις – ότι η εθνική ταυτότητα του μέσου συμπολίτη μας είναι, ως συνελόντι ειπείν, αυτή του «αρχοντοχωριάτη». Όχι του υπερβατικού ή του αλτρουιστή δυτικού πολίτη. Ο μεταπολιτευτικός Έλληνας έχει μόνον έναν Θεό : τον εαυτούλη του. Έχει αναγάγει σε επιστήμη και modus Vivendi του τη φράση που στηλίτευε ο Νίκος Καζαντζάκης «ας σωθεί ο εγγονός μου κι ας χαθούνε χίλιοι», αδυνατώντας να δει, πέρα από τη φατρία του, το κοινό καλό και το κοινωνικά δίκαιο. Είναι ένας homo homini lupus στον ύπατο βαθμό, που ψάχνει να βρει αλλού φταίχτες, κάθε φορά που νομοτελειακά επιβεβαιώνεται το αριστοτελικό πόρισμα ότι, όταν αναιρείται το κοινωνικό καλό, ακολουθεί και η απώλεια κάθε ατομικής ωφέλειας. Τουναντίον, όχι απλά δεν κινδυνεύει η αχρεία υπόσταση του νεοέλληνα, αλλά μετά βεβαιότητας τα χαρακτηριστικά της εθνικής του ταυτότητας θα αχθούν σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό εξαχρείωσης στα επόμενα χρόνια, διότι η αποκρουστικότητα της κατάντιας του οδηγεί στη φυγή κάθε υγιές του παράγωγο και κάθε νέο μπόλιασμα ικανό να την αμβλύνει.
     
    Όλοι οι συμπολίτες μας, γηγενείς και μέτοικοι, άνδρες και γυναίκες, νέοι και μεγαλύτεροι, μορφωμένοι και μη, έχουν χρέος να συναισθανθούν την αποστολή που ακουσίως τους έχει αναθέσει η μοίρα : να απειλήσουν και να εξαλείψουν αυτή την εθνική ταυτότητα που ονομάζεται φιλαυτία. Όχι μόνο να μην επικροτούν και να μην ανέχονται εκδηλώσεις σήψης, ούτε απλώς να τις αποδοκιμάζουν είτε πρόκειται για λόγια μίσους και ωμού ρατσισμού, είτε για πρακτικές στην καθημερινότητα. Δεν αρκεί απλώς να πάψουν οι Έλληνες να γυρνάνε και το άλλο μάγουλο ή να κάνουν ότι δε βλέπουν τα κακώς κείμενα, βγάζοντας την ουρά τους έξω από τον ξένο καυγά. Η κατηγορία του ελληνάρα ότι τον ρουφιανεύουν, άλλωστε, είναι σαν την ομολογία του κλέφτη «ναι, αλλά αν δε με είχες καταγγείλει, δε θα με δίκαζαν». Η σιωπή είναι ενοχή. Το να καυτηριάζει ο κάθε πολίτης την παρεκτροπή όπου κι αν την εντοπίζει και, αν είναι ανάγκη, να παρέμβει και να την καταγγείλει αντί να την αγνοεί, είναι απλά το minimum. Είναι η επιταγή της ίδιας μας της συνείδησης, αυτού του φυτεμένου μέσα μας μικρού Θεού, που απαιτεί από εμάς να αποστρεφόμαστε το φαύλο και μας επισημαίνει πάντα το αρμοστό. Αμφότερα είτε αν τα βλέπουμε, είτε αν τα πράττουμε.
     
    Χρειάζεται, άρα, κάτι παραπάνω από τη μηδενική ανοχή : να «σκοτώσουμε» μέσα μας κάθε ένα από τα παραπάνω γνωρίσματα του νεοέλληνα. Να μετανοήσουμε για όσα από την (ενδεικτική) παραπάνω μακρά λίστα έχουμε και οι ίδιοι διαπράξει και να πάψουμε να τα επαναλαμβάνουμε. Να μην εκπαιδεύσουμε με το παράδειγμά μας και τα παιδιά μας στην ανοχή και την αποδοχή μίας τέτοιας εθνικής ταυτότητας. Να κάνουμε (αυτο-)κριτική στο κακέκτυπο που καθιερώθηκε ως τάχα κανονικότητα και να γίνουμε η αλλαγή που αξιώνουμε. Να πλησιάσουμε, μέρα με τη μέρα, με κοπιώδη αυτεπίγνωση το αρχέτυπό μας : τον φιλομαθή πολίτη, τον φορέα της προσφοράς, τον «διψώντα και πεινώντα την δικαιοσύνην», ιδίως δε τη βασική ελληνική αρετή : την Ανθρωπιά. Μικρά μόνο ψήγματα του προγονικού μας αρχετύπου, αλλά ενδεικτικά, μας θυμίζουν ενίοτε ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε, αν κατά κανόνα δεν αδικούσαμε την ίδια μας τη ρίζα. Το πιο πρόσφατο ήταν όταν, τη στιγμή που το φαύλο νεοελληνικό κράτος έβρισκε κονδύλια για να χρηματοδοτεί με περίπου 1.000.000 € τις εκπομπές της Έλλης Στάη και της γυναίκας του Σάκη Ρουβά στην ΕΡΤ για τα επόμενα χρόνια, αλλά τα ίδια λεφτά δεν περίσσευαν (με προφάσεις καταγέλαστες) για να μεταβεί ένα βρέφος, ένας μικρός κι αδύναμος αδερφός μας, στη Βοστώνη για μία πανάκριβη θεραπεία, η ελληνική Κοινωνία έκανε το χρέος της και ο Λαός μας τότε αναδείχθηκε «εκ πενίας, Βασιλεύς». Για λίγες μόνο ημέρες ανέμνησε το αρχαίο του κάλλος (τη στιγμή μάλιστα που ο αρμόδιος υπουργός «παρηγορούσε» τη μητέρα του παιδιού με το ανάλγητο «νέα είσαι, θα ξανακάνεις παιδί») και πέτυχε το ανέφικτο : το βρέφος έζησε και ανανήπτει. Μακάρι να ήταν συχνότερο κάτι τέτοιο. Θα μας μεταμόρφωνε ως λαό.
     
    Η ελληνική κρίση, ας το αντιληφθούν όλοι, ήταν κρίση ήθους κι όχι κρίση τραπεζική. Σε μία κοινωνία άναρχη, όπου όλοι επεδίωκαν για δεκαετίες το ατομικό όφελος σε βάρος του κοινωνικώς δίκαιου, τα διαβρωμένα κρατικά θεμέλια έγιναν σκόνη στο πρώτο φύσημα του κερδοσκοπικού δυτικού ανέμου και με σαρακοφαγωμένη τη συνοχή, για την έλλειψη της οποίας εγγυάται ο κυνικός μας ατομοκεντρισμός, είναι όντως δύσχερής η αναστήλωση. Όμως ο δρόμος δεν είναι η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας του ατομικισμού. Αντιθέτως : είναι η άρνησή της. Μόνο ξεκινώντας από τους εαυτούς μας, διορθώνοντας κάθε μας πτυχή που έχει μολύνει μέσα μας ο ελληνάρας, μπορούμε επίπονα να οδηγηθούμε στην αγνή ελληνορωμαϊκή μας εντελέχεια της φιλαλληλίας και της καλλιέργειας. Κι έτσι να περισώσουμε την αίγλη της ιστορίας μας (δίχως να περιμένουμε ένα ακόμα αφυπνιστήριο σοκ και δέος από την έκβαση των διεθνών συγκυριών), ανασύροντάς την μέσα από το έλος της λήθης, την οποία εμείς έχουμε επιβάλει ως αυτονόητη στους ίδιους μας τους εαυτούς.
     
    Αν κάποιος νομίζει ότι όσα στοιχειοθετούν την τρέχουσα πραγματικότητα δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία του τόπου, πλανάται. Στα έτη που ακολούθησαν τη δεκαετία του διχασμού 1912-1922, περίπου δύο δεκαετίες μέχρι το Έπος του ’40, η κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, μετά την δια πυρός και σιδήρου ενσωμάτωση των μικρασιατών, ήταν πανομοιότυπη, ίσως και χειρότερη μέσα σε ένα οικονομικό πλαίσιο ξεπεσμού. Τότε η κοινή γνώμη έκανε λόγο για οκνηρούς νέους, που το μόνο που τους νοιάζει είναι η αλητεία, το χασίς και τα ρεμπέτικα. Ας μην υποβαθμίζουμε τους νέους, ας έχουν οι νυν κρατούντες πιο ανοικτά τα ώτα τους από την ελίτ εκείνης της γενιάς. Οι, τάχα, χασισοπότες αναρχικοί και οι τουρκόσποροι (έτσι αποκαλούσαν τους ξεριζωμένους από το Αϊβαλί) των δεκαετιών της τότε παρακμής έγραψαν τη λαμπρότερη σελίδα της ιστορίας μας τα τελευταία εκατόν-ενενήντα χρόνια. Η ανάγκη τους έκανε κι αναζήτησαν την αληθινή τους φύση. Έτσι απαρνήθηκαν τότε μες στην ακραία συγκυρία (και λόγω αυτής) τον κακό τους εαυτό : έστω κι αν στην εξουσία βρισκόταν ένας στυγνός δικτάτορας που διέταζε να εκτελούν 15-χρονα παιδιά στις λεωφόρους της Θεσσαλονίκης, οι Έλληνες αντιστάθηκαν στον κατακτητή διπλάσιο χρόνο από όσο τον πολέμησε ολόκληρη η ηπειρωτική Ευρώπη και η Βόρειος Αφρική μαζί ! Διότι, ας μην αμφιβάλλει κανείς, ο μονιμότερος εχθρός του Έλληνα είναι ο εαυτός του. Όλοι οι άλλοι είναι απλά ευκαιριακοί του πολέμιοι στο διάβα του Χρόνου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "Undo PASOKification"​

Σίγουρα γνωρίζετε τι είναι το έγκλημα της "Προδοσίας" ;

Η "συστράτευση γύρω από τη Σημαία"