Η Ελλάδα της "ήσσονος ποινής"

Το έγκλημα είναι από τα ελάχιστα πράγματα μη δεκτικά κατηγοριοποίησεως σε συντηρητικά ή προοδευτικά. Συνιστά ενύλωση της αδικίας που υπόκειται ο άνθρωπος από άνθρωπο. Διακρίνεται απλώς σε πταισματικό, πλημμεληματικό ή κακουργηματικό ποινικό αδίκημα, με μόνο γνώμονα το βαθμό παραβατικής απαξίας. Υπό το φώς της δημοσιότητας μεμονωμένων πολύκροτων υποθέσεων και με αιτίαση ότι η ετυμηγορία επί τινών ποινικών δικών δε συνάδει με το περι δικαίου αίσθημα, παραγνωρίζεται ενίοτε ότι στο κράτος δικαίου, κατά κανόνα απαρέγκλιτο, ο δικηγόρος απλώς επικαλείται τη διάταξη νόμου, ο εισαγγελέας την προτείνει, ο δικαστής της εφαρμόζει και η αστυνομική αρχή την εκτελεί. Ουδείς εξ αυτών την δημιουργεί ώστε να λεχθεί ότι φέρει τάχα ευθύνη για την όποια ασύμμετρη κρίση.

Εντούτοις, η κατανοητή αυτή ρητορική υποκρύπτει μία αλήθεια : το κοινωνικό αίτημα για σκλήρυνση του ποινικού πλαισίου εν γένει. Εν αντιθέσει προς τις περασμένες δεκαετίες της επίπλαστης ευμάρειας, η μνημονιακή δεκαετία επέφερε την παραβατική εξαχρείωση και την κοινωνική εξοικείωση με μορφές εγκλημάτων που για 30 περίπου έτη θεωρούνταν ανήκουστα. Τω όντι, όσο υπολαμβάνεται ως ανώμαλη και ανεφάρμοστη η  όποια τυχόν νομοθέτηση διατάξεων καθ'όσον έρχεται σε αντίθεση προς το κοινωνικό έθος, άλλο τόσο απαξιώνει τη νομοθετική Αρχή η παράλειψη της νομοθετικής πρωτοβουλίας να συμβαδίζει με γενικευμένα λαϊκά ειωθότα ή ποθούμενα.  Η αντιμετώπιση της νέας ζοφερής ποινικής πραγματικότητας με παλαιά νομοθετικά εργαλεία δείχνει αλυσιτελής και, συναφώς, η διάχυτη κατακραυγή υποδηλώνει ότι η ελληνική κοινωνία (προς τιμή της) αρνείται να τα αφομοιώσει, αλλά τα στιγματίζει ως καρκινώματα. Επί παραδείγματι, δε συμβιβάζεται με την παιδεραστία ως κάτι δήθεν «αβλαβές ή ανεκτό», όπως στις ανατολίτικές και τις βορειοευρωπαϊκές χώρες. Υπάρχει αναβρασμός όταν ένας εκ προμελέτης δολοφόνος αφήνεται ελεύθερος λίγα χρόνια μετά το φόνο. Το ίδιο ισχύει για τους βιαστές κ.ο.κ. Για δε τα πλημμελήματα ή τα πταίσματα, ως ευτράπελο αντιμετωπίζεται το οξύμωρο ότι ουδείς φοβάται πλέον την ποινή ακόμα κι αν συλληφθεί ή καταδικασθεί, για το λόγο ότι αυτή είναι lex imperfecta, ήτοι άνευ συνεπειών.

Η παρέκκλιση από το αυτονόητο αιτιατό «έγκλημα = τιμωρία» δύναται να επιλυθεί με πολύ μικρές διορθωτικές νομοθετικές παρεμβάσεις. Προς αυστηροποίηση του ποινικού νόμου δεν απαιτούνται παραπάνω από τέσσερις μόνο “χειρουργικές” παρεμβάσεις στον ποινικό κώδικα:

Α) ολική κατάργηση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα περί αναστολής της ποινής σε όλες τις κατηγορίες εγκλημάτων, ώστε κάθε ποινή να εκτελείται απευθείας, είτε πρόκειται για ολιγοήμερη κράτηση είτε για φυλάκιση. Η έκτιση ποινής εκλεισμού δρα αποτρεπτικότερα από χρηματικές ποινές ή κοινωνική εργασία, ειδικά στα ηπιότερα ποινικά παραπτώματα. Κάτι τέτοιο δεν προσκρούει στο Σύνταγμα ή την ΕΣΔΑ αν αφορά στο μέλλον και όχι σε ήδη τελεσθέντα ποινικά αδικήματα.

Β) πρόβλεψη για τα κακουργήματα, αναλόγως της βαρύτητάς τους, ποινών τόσο πολυετούς κάθειρξης όσο και δια βίου κάθειρξης, αντί της ισόβιας κάθειρξης ως αυτή ισχύει. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να ορίζονται οι ανώτερες ποινές κάθειρξης για τα εγκλήματα με ειδεχθές υπόβαθρο όπως ρατσισμού, trafficking, παιδικής πορνογραφίας, βιασμού, ενδοοικογενειακής βίας, τρομοκρατίας ή χρήσης όπλων, σκόπιμου δασικού εμπρησμού, κτλ, όπου δύναται χάριν μέγιστης αποτρεπτικότητας να αποκλείεται a priori η αναγνώριση παντός ελαφρυντικού. Στη δεύτερη περίπτωση, «δια βίου κάθειρξη» σημαίνει για ολόκληρη τη ζωή του καταδικασθέντος, χωρίς καμία έκπτωση ή άδειες, ακόμα κι αν αφορά σε λόγους υγείας, ώστε ακόμα και στις περιπτώσεις αυτές να συνεχίζεται η θεραπεία μέσα στο κατάστημα κράτησης. Για διακεκριμένα κακουργήματα, όπως είναι βέβαια η εκ προμελέτης ανθρωποκτονία, η εμπορία ναρκωτικών και η παιδεραστία, η κοινωνική ροπή επιτάσσει τη «δια βίου κάθειρξη», όχι κατ’όνομα ισόβια δεσμά αλλά αποφυλάκιση λίγα έτη μετά. Αυτό προαπαιτεί τη δημιουργία ενός νέου τύπου και αριθμού σωφρονιστηρίων, υψίστης ασφαλείας και με μονάδες που να παρέχουν εγγυήσεις δια βίου εγκλεισμού (όπως υπηρεσίες υγείας ή γηροκομεία). Ατελέσφορο είναι, επίσης, να επεκταθεί η «δια βίου» ποινή σε όλα τα βαριά κακουργήματα : τότε ο ειδεχθώς παρανομών δε θα δίσταζε να διαπράξει και το έτι βαρύτερο έγκλημα, αφού θα καταδικαζόταν έτσι κι αλλιώς με την έσχατη ποινή.

Γ) κατάργηση κάθε επιμέρους διάταξης νόμου που να μειώνει το χρόνο έκτισης. Είναι φαιδρό η δημοκρατική πολιτεία να παίζει με τις λέξεις : «ισόβια» να σημαίνει 7 ή 8 χρόνια, πολυετείς καταδίκες να σημαίνουν έκτιση 2 ετών, να επιβάλλονται ποινές …αιώνων και ο κρατούμενος να βγαίνει 5 έτη μετά ! Είτε η διάταξη ορίζει απόλυση στα 2/5 της ποινής, είτε “διπλές” μέρες λόγω εργασίας του κρατουμένου, η κατάργησή της θα πολλαπλασίαζε την αποτρεπτικότητα της επαπειλούμενης ποινής όταν λ.χ. 10 χρόνια σημαίνουν ακριβώς 3.650 μέρες εγκλεισμού αντί για ένα κλάσμα κλάσματος αυτών λόγω ευεργετικών διατάξεων. Όσο για την αποφυγή κάθειρξης μέσω …«ψυχιατρείου», η λύση είναι ακόμα απλούστερη : θέσπιση της ποινικής ευθύνης του υπογράφοντος το εξιτήριο ψυχιάτρου, ίσης με την ανώτατη ποινή που θα επιβαλλόταν στον εγκληματία αν δεν ήταν ακατάλληλος προς καταλογισμό, όταν αυτός λαμβάνει εξιτήριο πριν τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού σε περίπτωση που εγκληματίσει εκ νέου. Άρα πολύ δύσκολα θα ωφελείται σε χρόνο έκτισης. Αναφορικά, δε, με τους εν γένει εγκληματούντες εκ νέου μετά την αποφυλάκισή τους, αποτρεπτικότερη είναι η πρόβλεψη ποινής ανώτερης ποινικής κλίμακας, π.χ. της κακουργηματικής για πλημμέλημα.

Δ) καίτοι το άρθρο 2 του ποινικού κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του Συντάγματος υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ επιτάσσει την εφαρμογή του ευμενέστερου ποινικού νόμου, κάμπτεται η ασυμμετρία αυτή ex nunc σε περίπτωση που εν συνόλω το παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο εγκολπωθεί σε συνταγματική διάταξη στα πλαίσια επόμενης αναθεωρητικής διαδικασίας. Στα εφεξής κρινόμενα εγκλήματα δε θα νοείται η επίκληση ευμενέστερης διάταξης, διότι τυχόν νομοθέτησή της θα είναι αντισυνταγματική. Προέχει, εντούτοις, η στατιστική σιγουριά ότι το αυστηροποιημένο πλαίσιο, όσα χρόνια εφαρμόζεται, είναι αποτρεπτικότερο πριν περιβληθεί την ισχύ συνταγματικού κανόνα. Χρήσιμο είναι να διέλθει μία ολιγοετή περίοδο εφαρμογής.     

Προς υλοποίηση αυτών, η ποινική αναδιάρθρωση θα απαιτούσε την αξιοποίηση, μετατροπή ή ανακαίνιση αρκετών από τα δεκάδες χιλιάδες ακίνητα του δημοσίου ώστε να εξασφαλίζεται το minimum αξιοπρεπούς διαβίωσης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων κρατουμένων. Τούτο προαπαιτεί κονδύλια, ενδεχομένως έως και αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ, αλλά και ένα σεβαστό αριθμό προσλήψεων (και συναφούς εκπαίδευσης) προσωπικού των σωφρονιστηρίων, λόγοι ικανοί για παραπομπή του εγχειρήματος στις καλένδες. Το κόστος που θα υποστούν οι νομοθετικοί και δικαστικοί θεσμοί της χώρας, όμως, από την απαξίωση στη συνείδηση των πολιτών, θα είναι μακροπρόθεσμα ασύγκριτα μεγαλύτερο αν δια της απραξίας τους συναινέσουν στη διαιώνιση μίας «Ελλάδας της ήσσονος ποινής».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "Undo PASOKification"​

Σίγουρα γνωρίζετε τι είναι το έγκλημα της "Προδοσίας" ;

Η "συστράτευση γύρω από τη Σημαία"